- βασανιστήριος
- βᾰσᾰν-ιστήριος, ον,A of or for torture,
ὄργανα J.BJ2.8.10
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄργανα J.BJ2.8.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βασανιστήριος — βασανιστήριος, α, ον (AM) [βασανίζω] μσν. (για πέτρα) η λυδία λίθος αρχ. (για όργανο) αυτό που χρησιμοποιείται για βασανισμό … Dictionary of Greek
βασανιστήριον — question chamber neut nom/voc/acc sg βασανιστήριος of masc/fem acc sg βασανιστήριος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστηρίοις — βασανιστήριον question chamber neut dat pl βασανιστήριος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστηρίου — βασανιστήριον question chamber neut gen sg βασανιστήριος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστηρίων — βασανιστήριον question chamber neut gen pl βασανιστήριος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστηρίῳ — βασανιστήριον question chamber neut dat sg βασανιστήριος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστήρια — βασανιστήριον question chamber neut nom/voc/acc pl βασανιστήριος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)